αιμαγγειοβλάστη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιμαγγειοβλάστη < αιμ- + αγγειοβλάστη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιμαγγειοβλάστη θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειοβλάστη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αγγειοβλάστη, αίμα, αγγείο και βλαστός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιμαγγειοβλάστη
|