αιρεσιάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιρεσιάρχης < (ελληνιστική κοινή) αἱρεσιάρχης < αἵρεσις + -άρχης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιρεσιάρχης αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιρεσιάρχης