αισχρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αισχρολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσχρολογία < αἰσχρός + λόγος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /es.xɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σχρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αισχρολογία θηλυκό
- λέξεις, φράσεις, τοποθετήσεις οι οποίες προσβάλλουν τον ομιλητή ή γενικά το σύνολο της κοινωνίας· η χρήση λέξεων οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως αισχρές.
- ↪ Προσπάθησε να σοκάρει τους ακροατές χρησιμοποιώντας αισχρολογίες στο κείμενό του.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)