αισωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αισωπικός, -ἠ, -ό
- άλλη μορφή του αισώπειος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Αίσωπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισωπικός
|