αιχμαλωτίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιχμαλωτίζομαι < αρχαία ελληνική αἰχμαλωτίζομαι

αιχμαλωτίζομαι

  1. πέφτω θύμα αιχμαλωσίας σε πόλεμο
    αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης
  2. (μεταφορικά) υποδουλώνομαι
    αιχμαλωτίστηκε από τη γοητεία της και δεν βλέπει ότι τον εκμεταλλεύεται
  3. δεσμεύομαι υπερβολικά και δεν έχω διέξοδο
    με τα ομόλογα που αγόρασα αιχμαλωτίστηκαν όλα μου τα κεφάλαια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]