αιωρούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιωρούμαι < αρχαία ελληνική αἰωροῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος αἰωρέω / αἰωρῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.oˈɾu.me/

αιωρούμαι

  1. ταλαντεύομαι, είμαι κρεμασμένος από ένα σταθερό σημείο και κουνιέμαι μπρος πίσω
  2. είμαι μετέωρος, βρίσκομαι στον αέρα χωρίς να έρθω σε επαφή με τίποτα, κρέμομαι ή/και κινούμαι στον αέρα
  3. (μεταφορικά) είμαι αναποφάσιστος για κάτι
     συνώνυμα: αμφιταλαντεύομαι
  4. εκκρεμώ
  5. (για κάτι κακό) είμαι αντιληπτή απειλή

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]