ακαματεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακαματεύω < μεσαιωνική ελληνική ἀκαματεύω < ἀκαμάτης + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ka.maˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐μα‐τεύ‐ω

ακαματεύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]