ακαταγέλαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαταγέλαστος < αρχαία ελληνική ἀκαταγέλαστος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαταγέλαστος
- (λόγιο) που δεν τον έχουν καταγελάσει
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαταγέλαστος