ακετυλοσαλικυλικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακετυλοσαλικυλικό οξύ < → δείτε τις λέξεις ακετυλοσαλικυλικός και οξύ, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acetylsalicylic acid
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ακετυλοσαλικυλικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία, φαρμακευτική) η βασική δραστική ουσία της ασπιρίνης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακετυλοσαλικυλικό οξύ