ακινησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακινησία οι ακινησίες
      γενική της ακινησίας των ακινησιών
    αιτιατική την ακινησία τις ακινησίες
     κλητική ακινησία ακινησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακινησία < αρχαία ελληνική ἀκινησία < ἀκίνητος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ci.niˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κι‐νη‐σί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακινησία θηλυκό

  • η απώλεια κίνησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]