ακομοδέσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακομοδέσιο < αγγλική accommodation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακομοδέσιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος): ο στεγασμένος χώρος, υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ., (που βρίσκονται πάνω από το κύριο κατάστρωμα).
- (συνεκδοχικά) (οικείο) το υπερυψωμένο τμήμα του πλοίου που περιλαμβάνει ενδιαιτήματα, όπου κατά θέση διακρίνεται σε πρόστεγο, μεσόστεγο και επίστεγο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ακομοντέσιο
- υπεκατασκευή πλοίου (επίσημα στην ελληνική)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακομοδέσιο
|