ακοροΐδευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ακοροΐδευτος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ακορόιδευτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακορόιδευτα
- → δείτε τη λέξη κορόιδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακοροΐδευτος
|