ακροβολίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακροβολίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολίζομαι → δείτε τη λέξη ακροβολίζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kɾo.voˈli.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βο‐λί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ακροβολίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ακροβολίζω (σπάνια στην ενεργητική φωνή)
- (στρατιωτικός όρος) → δείτε τη λέξη ακροβολίζω
- (μεταφορικά) αψιμαχώ
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Ρήματα στην παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)