ακρογωνιαίος λίθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακρογωνιαίος λίθος → δείτε τις λέξεις ακρογωνιαίος και λίθος
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ακρογωνιαίος λίθος αρσενικό
- ο λίθος, το αγκωνάρι που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
- (μεταφορικά) το θεμέλιο, η βάση μιας σχέσης, ενός θεσμού κλπ
- η αγάπη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρογωνιαίος λίθος