ακροκεφαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακροκεφαλία | οι | ακροκεφαλίες |
γενική | της | ακροκεφαλίας | των | ακροκεφαλιών |
αιτιατική | την | ακροκεφαλία | τις | ακροκεφαλίες |
κλητική | ακροκεφαλία | ακροκεφαλίες | ||
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται σπάνια. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακροκεφαλία < (λόγιο δάνειο) γαλλική acrocéphalie < acrocéphale + -ie
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kɾo.ce.faˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐κε‐φα‐λί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακροκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) δυσμορφία / παραμόρφωση του κρανίου στην οποία παίρνει αναπτύσσεται προς τα πάνω και παίρνει κωνικό σχήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροκεφαλία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ie (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)