ακρόλιθο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακρόλιθο < ελληνιστικό ἀκρόλιθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρόλιθο ουδέτερο και ακρόλιθος
- άγαλμα από ξύλο, με άκρα και κεφαλή από πέτρα, μάρμαρο, ελεφαντόδοντο ή άλλο ακριβότερο υλικό