ακτιβιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτιβιστής < απόδοση της γαλλικής λέξης activiste
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτιβιστής αρσενικό ακτιβίστρια το θηλυκό
- ο ενεργός πολίτης που δραστηριοποιείται για τα πολιτικά, πολιτιστικά ή οικονομικά ζητήματα που προβληματίζουν μια κοινωνία.