ακτινοθεραπευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτινοθεραπευτικός < ακτινοθεραπευτικ(ή) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kti.no.θe.ɾa.pe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐θε‐ρα‐πευ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ακτινοθεραπευτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την ακτινοθεραπευτική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτινοθεραπευτικός
|