ακτουαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτουαλισμός < αγγλική actualism < λατινική actualis < actus < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵeti
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτουαλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως κίνηση κι όχι ως κάτι στατικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)