ακόρεστη ένωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακόρεστη ένωση < → δείτε τις λέξεις ακόρεστη και ένωση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ακόρεστη ένωση θηλυκό

  • (χημεία): οποιαδήποτε οργανική ένωση στο μόριο της οποίας περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον πολλαπλός δεσμός του άνθρακα.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]