αλαλητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλαλητός | οι | αλαλητοί |
γενική | του | αλαλητού | των | αλαλητών |
αιτιατική | τον | αλαλητό | τους | αλαλητούς |
κλητική | αλαλητέ | αλαλητοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλαλητός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλαλητός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλαλητός
|