αλαμπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλαμπάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αλαμπάζω
- αιφνιδιάζω, τρομάζω κάποιον
- (κυπριακά) ταράζομαι, ανησυχώ, ξαφνιάζομαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- αλαμπάζω - Κυπριακή Διάλεκτος @polignosi με βάση τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
- σελ. 629 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄