αλανοπερίστερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλανοπερίστερο ουδέτερο
- (πτηνό) το αγριοπερίστερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλανοπερίστερο
|