αλαφροΐσκιωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλαφροΐσκιωτος
- αυτός που μπορεί να βλέπει ξωτικά, νεράιδες, φαντάσματα
- αυτός που έχει ελαφρό ύπνο
- ξυπνά πολύ εύκολα, είναι αλαφροΐσκιωτος