αλβιονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλβιονικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /al.vi.o.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βι‐ο‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αλβιονικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται ή ανήκει στην Αλβιώνα
- ※ Η μις Μόρτιμερ είχε ιδιοσυγκρασία αυστηρή, διαποτισμένη με ηθικές αρχές αλβιονικές.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ≈ συνώνυμα: αλβιόνιος, βρετανικός
- ※ Η μις Μόρτιμερ είχε ιδιοσυγκρασία αυστηρή, διαποτισμένη με ηθικές αρχές αλβιονικές.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλβιονικός
→ δείτε τη λέξη βρετανικός |