αλεξιπτωτιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλεξιπτωτιστής οι αλεξιπτωτιστές
      γενική του αλεξιπτωτιστή των αλεξιπτωτιστών
    αιτιατική τον αλεξιπτωτιστή τους αλεξιπτωτιστές
     κλητική αλεξιπτωτιστή αλεξιπτωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλεξιπτωτιστής < από το αλεξίπτωτον.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλεξιπτωτιστής αρσενικό

  1. αυτός που πηδάει από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο.
  2. (μεταφορικά) αυτός που μπαίνει σε μια υπηρεσία, που παίρνει μια θέση, με μέσον.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]