αλκοολούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλκοολούχος, -α/-ος, -ο
- αυτός που περιέχει αλκοόλ
- στις ΗΠΑ απαγορεύεται η διάθεση αλκοολούχων ποτών σε νέους κάτω των 18 ετών