αλλήλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλήλιο < μεταφραστικό δάνειο άλλος, αλληλόμορφος + -ιο < αγγλικά: allele

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλλήλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]