αλληλοσπαραγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλοσπαραγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλοσπαραγμός αρσενικό
- έντονη, βίαιη διαμάχη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοσπαραγμός
|