αλληλοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλοτομία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) το αποτέλεσμα που δημιουργείται όταν δύο ή περισσότερες κατασκευές τέμνουν η μία την άλλη
- ※ σταυροθόλιο: είδος θόλου που δημιουργείται από την αλληλοτομία δύο κυλινδρικών θόλων. Το σταυροθόλιο μπορεί να καλύπτει χώρους τετράγωνους ή ορθογώνιους σε κάτοψη. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοτομία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αλληλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)