αλμυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αλμυρά | ||
γενική | των | αλμυρών | ||
αιτιατική | τα | αλμυρά | ||
κλητική | αλμυρά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλμυρά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλμυρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλμυρά ουδέτερο, πληθυντικός
- (γαστρονομία) φαγητά με αλμυρή γεύση, με πολύ αλάτι
- του αρέσουν τα αλμυρά
- (γαστρονομία) παστά, αλίπαστα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]αλμυρά
- (κυριολεκτικά) έχοντας αλμύρα
- (μεταφορικά) σε υψηλή τιμή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλμυρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλμυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλμυρό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)