αλογίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλογίνα | οι | αλογίνες |
γενική | της | αλογίνας | των | αλογίνων |
αιτιατική | την | αλογίνα | τις | αλογίνες |
κλητική | αλογίνα | αλογίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλογίνα < άλογο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλογίνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το θηλυκό του αλόγου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλογίνα
→ δείτε τη λέξη φοράδα |