αλογονωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλογονωμένος < αλογόνο + -μένος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (< αρχαία ελληνική ἅλς) + -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)
Μετοχή
[επεξεργασία]αλογονωμένος
- (χημεία) που παράγεται από άλλη χημική ένωση με την αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων υδρογόνου με ένα αλογόνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλογονωμένος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)