αμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική aman (έλεος!, φιλοξενία, κατάλυμα) < αραβική امان (aman, ηρεμία, ειρήνη)
Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]αμάν
επιφώνημα που δηλώνει
- δυσάρεστη έκπληξη, στεναχώρια
- ↪ Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω...
- δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία
- απόγνωση
- αγανάκτηση
- ↪ Αμάν! βρε γυναίκα... Κάτσε επιτέλους ήσυχη! Με ζάλισες πια...
- θαυμασμό, χαρά
- ↪ Αμάν! Τι όμορφα που είναι εδώ την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι όλα κίτρινα...
- ξελάφρωμα μετά από δοκιμασία/ταλαιπωρία
- ↪ Ουφ αμάν!... Επιτέλους φτάσαμε!
- επιθυμία, ανυπόμονη
- ↪ Αμάν να έρθουν οι διακοπές !
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμάν
Πηγές
[επεξεργασία]- αμάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας