αμολάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμολάρω < βενετική molar / ιταλική mollarre ή ammollare

αμολάρω (λαϊκότροπο) (κρητικά) (Επτάνησα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]