αμπελοφάσουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπελοφάσουλο τα αμπελοφάσουλα
      γενική του αμπελοφάσουλου των αμπελοφάσουλων
    αιτιατική το αμπελοφάσουλο τα αμπελοφάσουλα
     κλητική αμπελοφάσουλο αμπελοφάσουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμπελοφάσουλο < αμπέλι + -ο- + φασόλι + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμπελοφάσουλο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]