αμπελοφάσουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπελοφάσουλο ουδέτερο
- (φυτό) είδος φασολιού με στενόμακρο σχήμα, που ενίοτε καλλιεργείται ανάμεσα σε κλήματα (ποικιλία Melanophtalma ή Dolichos melanophtalmus του είδους Vigna sinensis)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αραποφάσουλο
- γυφτοφάσουλο
- λουβί
- μαυρομάτικο
- τουρκοφάσουλο
- χωριατοφάσουλο
- βελόνα, βελονάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπελοφάσουλο
|