αμπελοφιλοσοφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπελοφιλοσοφία < αμπελοφιλόσοφος + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /am.be.lo.fi.lo.soˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λο‐φι‐λο‐σο‐φί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπελοφιλοσοφία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αμπελοφιλόσοφος, αμπέλι, φιλόσοφος, φίλος και σοφός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπελοφιλοσοφία