αμπογιάντιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπογιάντιστος < α- στερητικό + μπογιατίζω / μπογιαντίζω
Επίθετο
[επεξεργασία]αμπογιάντιστος, -η, -ο
- που δεν έχει μπογιατιστεί, που δεν έχει βαφεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μπογιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπογιάντιστος
|