αμπρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπρί | τα | αμπριά |
γενική | του | αμπριού | των | αμπριών |
αιτιατική | το | αμπρί | τα | αμπριά |
κλητική | αμπρί | αμπριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπρί < (άμεσο δάνειο) γαλλική abri < abrier < λατινική apricor < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo + *wer-iō
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπρί ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) όρυγμα, πρόχωμα ή γενικότερα καταφύγιο, μέσα στο οποίο προστατεύονται οι στρατιώτες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)