ανά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανά < από την αρχαία πρόθεση ἀνά

Πρόθεση

[επεξεργασία]

ανά '

  1. πρόθεση με χρονική ή επιμεριστική/διανεμητική έννοια που αποδίδεται μερικές φορές και με το «κάθε»
    ανά δύο έτη (κάθε δύο χρόνια), ανά δύο άτομα (ανά δυάδες), ανά άτομο
    ανά την Ελλάδα (τοπική έννοια) σε διάφορα σημεία σε όλη την Ελλάδα
    ανά τον κόσμο (σε όλο τον κόσμο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]