ανάγλυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάγλυφος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάγλυφος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανάγλυφος
- σκαλισμένος έτσι ώστε να εξέχει από την επιφάνεια
- (μτφ.) ο πολύ παραστατικός, ο έντονα απεικονιζόμενος