ανάλαφρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάλαφρα < ανάλαφρος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανάλαφρα

  1. με τρόπο ανάλαφρο, απαλά, αέρινα, όχι βαριά, ούτε συρτά
    περπατά ανάλαφρα
    χορεύει ανάλαφρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανάλαφρα