ανάρμοστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάρμοστος η ανάρμοστη το ανάρμοστο
      γενική του ανάρμοστου της ανάρμοστης του ανάρμοστου
    αιτιατική τον ανάρμοστο την ανάρμοστη το ανάρμοστο
     κλητική ανάρμοστε ανάρμοστη ανάρμοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάρμοστοι οι ανάρμοστες τα ανάρμοστα
      γενική των ανάρμοστων των ανάρμοστων των ανάρμοστων
    αιτιατική τους ανάρμοστους τις ανάρμοστες τα ανάρμοστα
     κλητική ανάρμοστοι ανάρμοστες ανάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάρμοστος < αρχαία ελληνική ἀνάρμοστος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανάρμοστος, -η, -ο

  1. που δεν αρμόζει, με αρνητική χροιά, όχι απλώς αταίριαστος ή ακατάλληλος, αλλά επιπλέον και υποτιμητικός, προσβλητικός, που υποδηλώνει ασέβεια, αγένεια, αδιαφορία (για φράσεις, συμπεριφορά, ντύσιμο που είναι χαμηλότερου επιπέδου από το αναμενόμενο), για συμπεριφορές κατώτερες των περιστάσεων που προσβάλλουν κυρίως τους άλλους
    Είναι ανάρμοστο να μιλάς στο κινητό σου την ώρα της κηδείας
    Ήταν ανάρμοστο που μίλησες για τα χρέη του συχωρεμένου. Ας περνούσαν λίγες μέρες από την κηδεία χριστιανέ μου!
  2. που δεν συνάδει με το κύρος κάποιου, δεν ταιριάζει σε έναν άνθρωπο της θέσης του, για χαρακτηρισμό συμπεριφοράς ή φράσης που προσβάλλει και υποτιμά περισσότερο εκείνον που την είπε παρά εκείνους που την άκουσαν
    Το αγόρι σου μίλησε απαράδεκτα αλλά ήταν ανάρμοστο να του απαντήσεις έτσι -εσύ είσαι καθηγητής κι εκείνος είναι μαθητής. Τώρα γίνατε ίσα κι όμοια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]