ανήλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανήλιο | τα | ανήλια |
γενική | του | ανήλιου | των | ανήλιων |
αιτιατική | το | ανήλιο | τα | ανήλια |
κλητική | ανήλιο | ανήλια | ||
Προφέρεται και με συνίζηση ως παροξύτονο όπως το «πεύκο» | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανήλιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανήλιος < αρχαία ελληνική ἀνήλιος < ἀν- στερητικό + ἥλιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈni.li.o/ & /aˈni.ʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νή‐λι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανήλιο ουδέτερο
- το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, που δεν πέφτουν πάνω του οι ηλιακές ακτίνες για μεγάλο χρονικό διάστημα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανήλιο
|