αναβαπτιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναβαπτιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναβαπτιστής αρσενικό

  • μέλος δόγματος που πιστεύει στην συνειδητή βάπτιση απ' την μεριά του ατόμου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]