αναβιβασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναβιβασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβιβασμός < αρχαία ελληνική ἀναβιβάζω < ἀνά + βιβάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναβιβασμός αρσενικό
- (παρωχημένο) (λόγιο) ανέβασμα
- (παρωχημένο) (λόγιο) άνοδος
- (παρωχημένο) (λόγιο) αναβίβαση
- (γραμματική) το ανέβασμα, η μετακίνηση του τόνου μιας λέξης σε κάποια από τις προηγούμενες συλλαβές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αναβιβάζω