αναθρώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναθρώσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναθρώσκω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναθρώσκω
- (λόγιο, μόνο στον ενεστώτα):
- (για τον καπνό ) ανεβαίνω ψηλά, κατευθύνομαι προς τα πάνω
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) αρχίζω να κάνω την εμφάνισή μου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναθρώσκω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αναθρώσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)