ανακάμπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακάμπτω < αρχαία ελληνική ἀνακάμπτω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανακάμπτω
- επανέρχομαι δυναμικά ύστερα από απουσία ή από μια περίοδο υποτονικής παρουσίας σε ένα τομέα
- Η οικονομία δεν ανέκαμψε παρά τον δανεισμό της χώρας
- λυγίζω προς τα πάνω τα χέρια μου
- λυγίζω προς τα πίσω τον κορμό μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ανακάμπτω, ανέκαμπτα, θα ανακάμψω, ανέκαμψα, να ανακάμπτω, έχω/είχα, θα έχω/να έχω ανακάμψει, ανακάμπτοντας