ανακουφίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακουφίζω < αρχαία ελληνική ἀνακουφίζω

ανακουφίζω

  • απαλλάσσω τελείως από πόνο ή ψυχικό βάρος ή, τουλάχιστον, τα μετριάζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]