ανανεωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανανεωτικός < ανανεώνω
Επίθετο
[επεξεργασία]ανανεωτικός
- που ανανεώνει φυσικά, συναισθηματικά
- Τα μπάνια στη θάλασσα είναι ανανεωτικά
- που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, φέρνει άνεμο αλλαγής σε έναν φορέα ή που έχει την πρόθεση να προκαλέσει αλλαγές
- Είναι ανανεωτικός και δεν τον αφήνουν να ανεβεί στην ιεραρχία του κόμματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανανεωτικός
|